παραστατικός

παραστατικός
παρα-στᾰτικός, ή, όν,
A fit for standing by. Adv.

-κῶς Phot.

, Suid.
II bringing to light, displaying, ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ ἑτέρου Antioch.Ascal. ap.S.E.M.7.162 ;

ἀληθοῦς Stoic.2.73

; indicative, c. gen., τὰ καιροῦ π. (sc. ἐπιρρήματα)

οἷον σήμερον D.T.641.28

, cf. A.D.Pron.7.26, al., S.E. M.8.202 ; making manifest, ὁλοτελῶν κόσμων π. Dam.Pr.224.
III able to exhort or rouse, c. gen.,

ἀγωνίας Plb.3.43.8

;

ὁρμῆς Plu.Lyc. 21

; creating a disposition or propensity,

πρὸς τὰς πράξεις Phld. Mus.p.71

K. ;

π. πρὸς συνουσίαν S.E.M.1.307

;

π. ἀπό τινος εἴς τι Phld.Oec.p.52

J.
IV desperately courageous, Plb.16.5.7 ([comp] Comp.). Adv.

-κῶς Id.16.28.8

, D.S.18.22 : [comp] Comp.

-ώτερον Id.20.11

.
2 desperate, furious,

διάθεσις Plb.1.67.6

, etc. ;

π. τὰς διανοίας Id.18.46.10

.
V parastatica, = παραστάς, Vitr.5.1.6, 10.10.2, Plin.HN33.52.
VI -κόν, τό, tomb, MAMA3.10, al. (Seleucia ad Calycadnum).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραστατικός — fit for standing by. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… …   Dictionary of Greek

  • παραστατικός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να εικονίσει, να εκφράσει καλά τα πράγματα: Στην αφήγησή του είναι πολύ παραστατικός. 2. το θηλ. ως ουσ., παραστατική κλάδος της Γεωμετρίας. 3. αυτός που δείχνει, αποδεικνύει κάτι, ο βεβαιωτικός: Παραστατικά στοιχεία του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραστατικά — παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc pl παραστατικά̱ , παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc/acc dual παραστατικά̱ , παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικώτερον — παραστατικός fit for standing by. adverbial comp παραστατικός fit for standing by. masc acc comp sg παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικῶν — παραστατικός fit for standing by. fem gen pl παραστατικός fit for standing by. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικόν — παραστατικός fit for standing by. masc acc sg παραστατικός fit for standing by. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικαῖς — παραστατικός fit for standing by. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικαί — παραστατικός fit for standing by. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικοῖς — παραστατικός fit for standing by. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστατικοί — παραστατικός fit for standing by. masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”